- ιστιητόριον
- ἱστιητόριον και ἱστιατόριον, τὸ (Α)εστιατόριο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. παράλλ. τ. τού ἑστιατόριον*. Για την ερμηνεία τού ἱ- βλ. λ. εστία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱστιητορίου — ἱστιητόριον neut gen sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εστιατόριο — το (ΑΜ ἑστιατόριον, Α και ἑστιατόρειον και ιων. ἱστιητόριον και ροδ. ἱστιατόριον) νεοελλ. 1. αίθουσα φαγητού, τραπεζαρία 2. ξενοδοχείο φαγητού, ρεστωράν, μαγειρείο, ταβέρνα αρχ. ο τόπος όπου γίνονται οι εστιάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από το… … Dictionary of Greek